- επαποδύρομαι
- ἐπαποδύρομαι (Α)θρηνώ, κλαίω και χτυπιέμαι για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαποδύρομαι — ἐπαποδύ̱ρομαι , ἐπί ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mp 1st sg (epic) ἐπαποδύ̱ρομαι , ἐπί ἀποδύρομαι lament bitterly pres ind mp 1st sg ἐπαποδύ̱ρομαι , ἐπί ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)